ποιητοῦ

ποιητοῦ
ποιητής
maker
masc gen sg (ionic)
ποιητός
made
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • BATON Sinopensis — verum Persicarum commentarios condidit: cuius rei auctor nobis Strabo l. 12. ubi de Sinope, Α῎νδρας ἐξήνεγκεν ἀγαθούς. Τῶν μὲν φιλοσόφων Διογένη τὸν Κυνικὸν, καὶ Τιμόθεον τὸν Πατρίωνα. Τῶν δὲ ποιητῶν Δίφιλον τὸν Κωμικόν. Τᾶν δὲ συγγραφέων Βκ´θωνα …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ρήση — η / ῥῆσις, εως, ΝΑ, και αρκαδ. τ. Fρήσις και ιων. τ. γεν. ιος Α λόγος, ομιλία («μακρὰν ῥῆσιν οὐ στέργει πόλις», Αισχύλ.) νεοελλ. απόφθεγμα, ρητό («ρήσεις μεγάλων ανδρών») αρχ. 1. απόφαση, ψήφισμα 2. ομιλία, σε αντιδιαστολή προς την ανάγνωση 3.… …   Dictionary of Greek

  • ραψωδός — Κατά την ελληνική αρχαιότητα επαγγελματίας ο οποίος απήγγελλε επικά ποιήματα. Ο Όμηρος χρησιμοποιεί το όνομα αοιδός, το οποίο διατηρήθηκε για αιώνες· μόνο από τον 5o αι. π.X. χρησιμοποιήθηκε ο όρος ρ., που θεωρήθηκε κατόπιν από τους σύγχρονους… …   Dictionary of Greek

  • АВТОНОМ — [греч. αὐτόνομος самостоятельный] († 313), сщмч. Вифинский (пам. 12 сент.). Согласно житию, составленному при имп. Юстине I (518 527) на основе более ранних преданий, А. был епископом в г. Пренесте (совр. Палестрина); в гонение при Диоклетиане он …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”